- διφροῦχος
- διφρ-οῦχος, ον, ([etym.] ἔχω)A with a seat,
ἅρμα Melanipp.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅρμα Melanipp.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διφρούχοις — διφροῦχος with a seat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek